«…Εξέδυσάν με τα ιμάτιά μου,
Και ενέδυσάν με χλαμύδα κοκκίνην,
Έθηκαν επί την κεφαλήν μου στέφανον εξ ακανθών
Και επί την δεξιά μου χείρα έδωκαν κάλαμον,
Ίνα συντρίψω αυτούς ως σκεύη κεραμέως…»
«…Διεμερίσαντο τα ιμάτιά μου εαυτοίς
και επί τον ιματισμόν μου έβαλον κλήρον…»
Μόλις περάσεις τη μεγάλη πύλη, σχεδόν αμέσως δεξιά αντικρίζεις το οικόσημο του Παναγίου Τάφου ανάγλυφα να κυριαρχεί στις λευκές οικοδομές. Το πλακόστρωτο οδηγεί με κλίση προς τη μεγάλη οδό, τη σκεπαστή αγορά. Δύο Παλαιστίνιοι ψαράδες επιχειρούν να επιδείξουν την πραμάτεια τους, τους κοιτάζω και χαμογελώ μπροστά στα ταλαιπωρημένα σαυρίδια που αντικρίζω.
Λίγα βήματα χρειάζονται για να φτάσεις στην πύλη της εκκλησίας της Ανάστασης, ένα βήμα για να διασχίσεις το κατώφλι και εκατομμύρια στιγμές για να κατανοήσεις τον χώρο και τον χρόνο. Ο Κλειδοκράτωρ, με τη δερμάτινη πλατιά ζώνη, δικός μας κατά παράδοση, εναποθέτει την τροφαντή σάρκα του επί ψάθινης καρέκλας και χαμογελαστός υποδέχεται τους επισκέπτες.
Στο βάθος η είσοδος, δεξιά από αυτήν μία ομάδα Αμερικανών προτεσταντών ψάλλει αγγλιστί, στο βάθος Γάλλοι καθολικοί μουρμουρίζουν κάτι ακαταλαβίστικα λατινικά, αριστερά μου βλοσυροί Αρμένιοι μοναχοί περιφρουρούν τον χώρο τους μήπως τους κλαπεί μία τετραγωνική ίντσα εμβαδού, ίσια και δεξιά δύο Ρωσίδες καλόγριες.
Ο «Γολγοθάς» κείται εντός υάλινου πλαισίου, ένα βραχάκι τόσο δα, καθόλου εντυπωσιακό που μάλλον προκαλεί σκέψεις ως προς την πραγματική του ιστορική διαδρομή. Η σκάλα οδηγεί στα έγκατα και από εκεί στο ξύλινο κουβούκλιο, εντός του οποίου μία άλλη σκάλα οδηγεί στον Τάφο του Κυρίου.
Οι φύλακες, ελληνορθόδοξοι, έτοιμοι να ξιφουλκήσουν κατά παντός άλλου δόγματος που ενδεχομένως θα αμφισβητήσει την κυριαρχία τους. Μία κυριαρχία που επισήμως τεκμηριώνεται με το περίφημο Φετφά του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς, αυτού του «αλλόθρησκου». Ναι, από τα τότε χρονολογείται ο πόλεμος με τους Αρμένιους ιερείς.